Artwork

  Print Artwork

  • Type: Τραγούδι / song
  • Country: Greece
  • Creator: Παραδοσιακό / Folk
  • Creator Biography link:
  • Year:
  • Copyright Holder: No copyright
  • Appropriate Age: Primary, secondary, adult
  • Artwork extract on youtube:
  • Artwork text:

    Όλες οι μάνες τα παιδιά, όλες ευχές τους δίνουν, 

    και μια μάνα, κακή μάνα το γιο της καταριέται. 

    Διώξε με, μάνα, διώξε με, με ξύλα με λιθάρια, 

    για να με πάρει το κακό κι η εντροπή του κόσμου, 

    να σφίξω τα ματάκια μου, να φύγω από μπροστά σου.

    Να πάω κι εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια, 

    τα χελιδόνια να γυρνούν κι εγώ να μη γυρίζω.

     

    Θα κάμεις χρόνους να με ιδείς, καιρούς να μ’ απαντήσεις. 

    Θά ρθουνε, μάνα μου, οι γιορτές, οι μεγαλοβδομάδες, 

    θα πάς μέσα στην εκκλησιά με την καρδιά καμένη, 

    θα ιδείς τις νιές, θα ιδείς τους νιους, θα ιδείς τα παλληκάρια, 

    και θα στραφείς στη μια μεριά, και θα στραφείς στην άλλη, 

    θα βρεις τον τόπο μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλον, 

    θα σ’ έρθει δίψα στην καρδιά και κάψα μέσ’ τα χείλη, 

    θα θολωθούν τα μάτια σου τηράγοντα τις στράτες, 

    και θα στεγνώσει η γλώσσα σου ρωτώντας τους διαβάτες.

     

    Διαβάτες, πού διαβαίνετε, περάτες, πού περνάτε, 

    μην είδετε το γιούλη μου, το μοναχό παιδί μου; 

    Κι αν ίσως κι αν τον είδαμε, μαύρη ορφανή μανούλα, 

    πούθε να τον γνωρίσουμε; για πες μας τα σημάδια.

    Ψηλό λιγνό έχει το κορμί, ίσιο σαν κυπαρίσσι, 

    σα δυο βουνά είναι οι πλάτες του, σαν κάστρο η κεφαλή του, 

    σα νερατζούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του.

    Εψές προψές τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο, 

    είχε τα θύκια πάπλωμα και τους αφρούς σεντόνι, 

    τα χοχλιδάκια του γιαλού είχε για προσκεφάλι. 

    Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρίζαν, 

    κι ένα πουλί, καλό πουλί με τα φτερά ασημένια, 

    σαν άνθρωπος εδάκρυζε και τον μοιρολογούσε.

     

    "Πού είναι, ξένε μ’ , η μάνα σου και πού είναι κι η καλή σου, 

    να κλάψουνε τα νιάτα σου να σιάσουν το κορμί σου;" 

    Και κείνος αποκρίθηκε με τα ψημένα χείλη. 

    "Φάγε και συ, καλό πουλί, απ’ αντρειωμένου πλάτες, 

    φάγε από πόδια γλήγορα και χέρια προκομμένα, 

    φάγε, πουλί, απ’ τη νιότη μου, φάγε κι απ’ την αντρειά μου, 

    φάγε κι απ’ τη γλωσσούλα μου την αηδονολαλούσα, 

    οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν".

     

    Δε θέλω γω απ’ τη νιότη σου κι ούτε κι απ’ την αντρειά σου, 

    ούτε κι από τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα, 

    οπού την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν, 

    γιατί είμαι από τον τόπο σου κι από τη γειτονιά σου. 

    Μα αν είσαι από τον τόπο μου κι από τη γειτονιά μου, 

    χαμπήλωσ’ τις φτερούγες σου τρία λόγια να σου γράψω, 

    το `να να πας της μάνας μου, τ’ άλλο της αδερφής μου, 

    το τρίτο το φαρμακερό να πας της ποθητής μου.

    Να το διαβάζει η μάνα μου, να κλαίει η αδερφή μου, 

    να το διαβάζει η αδερφή, να κλαίει η ποθητή μου, 

    να το διαβάζει η ποθητή, να κλαίει ο κόσμος όλος."

  • Comments: